- νοερηφόρος
- νοερηφόρος, -ον (Α)αυτός που οδηγεί προς τον νοερό κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοερός + -φόρος* (< φέρω). Το -η- αντί τού -ο- οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών συνεχών βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek